- ασχολίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) некомментированный; без комментариев; 2) не ставший предметом сплетен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασχολίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν συνοδεύεται από σχόλια ή από ερμηνευτικό υπόμνημα 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε δημόσια κρίση ή συζήτηση 3. εκείνος εις βάρος του οποίου δεν έγιναν σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761… … Dictionary of Greek
ασχολίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός για τον οποίο δε γράφτηκαν ερμηνευτικά υπομνήματα, σχόλια: Έχω τον Ηρόδοτο, αλλά ασχολίαστο. 2. αυτός που δεν επικρίθηκε, δεν έγινε πλατιά συζήτηση: Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της δικτατορίας κατάφερε να μείνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)